επιτελειώ

επιτελειώ
ἐπιτελειῶ, -όω (Α) (Μ και ἐπιτελειώνω)
μσν.
κατορθώνω
αρχ.
συμπληρώνω («τὴν θυσίαν ἐπετελείωσε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτέλειος ή < επί + τελειώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιτελείωσις — ἐπιτελείωσις, ἡ (Α) [επιτελειώ] 1. συμπλήρωση, επιτέλεση («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», Πλούτ.) 2. ευχαριστήρια θυσία για τη γέννηση παιδιού («μήτε γὰρ εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», Πλάτ.) 3. τέλεια, ύψιστη μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”